- εύκαρπος
- -η, -ο (ΑΜ εὔκαρπος, -ον)αυτός που παράγει άφθονους και ωραίους καρπούς, καρποφόρος, γόνιμος («εὐκάρπου χθονός», Πίνδ.)αρχ.1. (για γυναίκα) αυτή που γεννά πολλά παιδιά, η πολύτοκη2. αυτός που κάνει κάτι γόνιμο, καρποφόρο3. ως επίθ. τής Αφροδίτης, τού Διονύσου, τής Δήμητρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καρπός].
Dictionary of Greek. 2013.